κατωφαγᾶς

κατωφαγᾶς
κατωφαγᾶς
eating with the head down to the ground
masc acc pl (attic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατωφαγάς — κατωφαγᾱς, οῡ και ᾱ και καταφαγᾱς, ὁ (Α) ονομασία λαίμαργου πτηνού με το κεφάλι συνεχώς προς τα κάτω για να βρίσκει σπόρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + φαγᾶς] …   Dictionary of Greek

  • CATOBLEPAS seu CATOBLEPA — CATOBLEPAS, seu CATOBLEPA nomenanimalis in Aethiopia, de quo sic Solinus, c. 30. Iuxta Nigrim fluv. Catoblepas nascitur, modica atque iners bestia, caput praegrave aegre ferens, aspectu pestilenti: nam qui in oculos eius offenderint, protinus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -άς — κατάληξη αρσενικών προσηγορικών ονομάτων. Χαρακτηρίζει πρόσωπα και χρησιμοποιείται συχνά στη νέα Ελληνική στον σχηματισμό επαγγελματικών ονομάτων ή άλλων δηλωτικών του ιδιοκτήτη, κατασκευαστή ή πωλητή κ.λπ. (πρβλ. γαλατάς, ζευγάς, καλαμαράς,… …   Dictionary of Greek

  • δακνάς — δακνᾱς, ο (Α) (για ζώα) ο δαγκανιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκνω + άς* (πρβλ. ελεάς, κατωφαγάς)] …   Dictionary of Greek

  • κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… …   Dictionary of Greek

  • καταφαγάς — ὁ βλ. κατωφαγάς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”